διάστροφος

διάστροφος
διάστροφος
twisted
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διάστροφος — ο (AM διάστροφος) 1. αυτός που έχει υποστεί διαστροφή, διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος 2. διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό 3. αυτός που δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας») νεοελλ. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • διαστρόφως — διάστροφος twisted adverbial διάστροφος twisted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάστροφον — διάστροφος twisted masc/fem acc sg διάστροφος twisted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστροφωτέροις — διάστροφος twisted masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρόφοις — διάστροφος twisted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρόφου — διάστροφος twisted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρόφους — διάστροφος twisted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρόφων — διάστροφος twisted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρόφῳ — διάστροφος twisted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάστροφα — διάστροφος twisted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”